Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης (1872-1827) ήταν ένας από τους σημαντικότερους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η Ιστορία έχει καταγράψει με χρυσά γράμματα τις μάχες που κέρδισε και την καθοριστική τους σημασία για την έκβαση της επανάστασης. Χωρίς αυτόν, το νέο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος θα αποτελείτο μόνο από την Πελοπόννησο, θα ήταν πιο ευάλωτο και η εθνική κυριαρχία πιο εύθραυστη.

Το στρατιωτικό σθένος και η στρατηγική ευφυΐα που ανέδειξε ο Γ. Καραϊσκάκης, ήταν δύο μόνο από τις πτυχές της προσωπικότητάς του, που μελέτησαν οι ιστορικοί και κατέγραψαν οι βιογράφοι του. Ακόμα και σήμερα, η πορεία του μέσα στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης και η ιδιοσυγκρασία τού χαρακτήρα του κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον των μελετητών. Σε αυτό συμβάλλει, όχι μόνο ο μυθιστορηματικής αξίας βίος του, αλλά και, πολύ περισσότερο ίσως, η μετεξέλιξή του από έναν ικανότατο άνθρωπο του «εγώ» σε ήρωα του «εμείς», διαμέσου και λόγω του αγώνα για την ανεξαρτησία. Το πώς δηλαδή, από «νόθος γιός της καλόγριας» κατέστη «το γνησιότερον τέκνον της πατρίδος», «το γνησιότερο τέκνο της επαναστάσεως».
Ο Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης, όπως τον αποκάλεσε ο Κωστής Παλαμάς, ήταν ήρωας ποιητικός: «Απάνω απ' όλους ο Γεώργιος Καραϊσκάκης παρουσιάζεται πάντα στη σκέψη μου ως κατ' εξοχήν επικολυρικός, πρωταγωνιστής της εθνικής τραγωδίας των εφτά χρόνων, ασύγκριτος, μυστηριακός, διπρόσωπος, αινιγματικός, γερή ατίθαση ψυχή, τιθασευμένη στο τέλος από μόνη την ιδέα της Πατρίδας, πειθαρχικός ο απειθάρχητος, μέσα στο κατασκαμμένο από τον πυρετό κορμί, λογισμός που ανεβοκατεβαίνει συγκρατητά από της προδοσίας τον πειρασμό στην ιδέα της θυσίας, ο αρχηγός και ο πρώτος καπετάνιος, ορθός, αλύγιστος, όταν όλα τριγύρω του, πρόσωπα και πράγματα, στρατιώτες και πολίτες έπεφταν γονατισμένοι, ο πατέρας... Ο άγγελος και ο δαίμονας μέσα του είτανε δίδυμο πρόσωπο. Συμπλήρωνε το ένα το άλλο... Ήρωας ποιητικός».

Γεννημένος χωρίς κανένα προνόμιο, ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο ανάλογα με το πώς θα αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει την ευφυΐα ή την πονηράδα του, διαβόητα αθυρόστομος, έζησε όλη τη μετάβαση του Έθνους από την πλήρη αναρχία στα πρώτα ψήγματα οργάνωσης και από την συλλογική προσπάθεια στον Εμφύλιο, μέσα από κάθε στιγμή του σύντομου και έντονου βίου του. Μέσα από την πορεία του, αντιλαμβάνεται κανείς πως για τις χιλιάδες των Ελλήνων εκείνης της εποχής, η Επανάσταση του 1821 ήταν κάτι πολύ παραπάνω από μία απόφαση να μιλήσουν τα όπλα για την ελευθερία. Ήταν απόφαση εσωτερικής ρήξης με έναν τρόπο ζωής που σφυρηλατήθηκε μέσα από αιώνες και είχε καταστήσει de facto την οθωμανική παρουσία, ως αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας. Αυτή η διεργασία ήταν αναπόφευκτο να διαρκέσει αρκετά, υπονομεύτηκε δε από εμφύλια τοπικιστικά πάθη, που και αυτά απαίτησαν το χρόνο τους, αλλά όταν ολοκληρώθηκε δεν άφησε κανέναν φορέα της, γνωστή προσωπικότητα ή μη, ανέγγιχτο.
Όπως έχει υπογραμμίσει ο ιστορικός Σαράντος Ι. Καργάκος «πολλοὶ ἀγωνιστὲς ἀλλιώτικοι μπῆκαν κι ἀλλιώτικοι βγῆκαν ἀπὸ τὸν Ἀγῶνα τῆς Ἐθνεγερσίας…Τὸ πλέον ἐνδεικτικό παράδειγμα εἶναι ὁ «Γυιὸς τῆς Καλογριᾶς», ποὺ σωστὸ ἀγρίμι στὴν ἀρχή, στὴν πιὸ δύσκολη στιγμὴ ἔγινε ὁ «Ἀετὸς τῆς Ρούμελης», ὁ «Ἀχιλλέας τῆς Ρωμιοσύνης», ὅπως τὸν εἶπε ὁ Παλαμᾶς».
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, «εν αρχή της επαναστάσεως ο Καραϊσκάκης είναι ουδέν άλλο, ειμή εις των παλαιών κλεπτών και αρματωλών, ους παρεσκεύασεν η προηγούμενη εποχή κοινά έχων προς τους πλειοτέρους αυτών τα τε προτερήματα και τα ελαττώματα, και τη αλήθεια προς πολλούς εξ αυτών παραβαλλόμενος, πλειότερα ίσως αναδεικνύων τα ελαττώματα ή τα προτερήματα• οι τρόποι του είναι βάναυσοι, οι λόγοι πολλάκις αισχροί, η ηθική αξία της κυβερνητικής του έθνους ενότητος, ακατάληπτος έτι αυτώ• η όλη φιλοτιμία του περιορίζεται εις το να λάβη το αρματωλίκι των Αγράφων. Άλλα περί το 1825, ο αυτός άνθρωπος, ανυψούται βαθμηδόν υπέρ το κοινόν μέτρον των κατά την Ρούμελην συναδέλφων αυτού, φέρων εις μέσον αξιώσεις υψηλοτέρας και γενναιοτέρας…[…] Ο γιός της καλογριάς ήταν αλαβάστρινο βάζο και η ομορφιά του μπορούσε να αναδειχθεί μόνο με τη φωτιά μέσα του».

Η πορεία του Γ. Καραϊσκάκη προς τη μεταστροφή ξεκίνησε από νωρίς, ήταν διαρκής και προς το βέλτιστο. Ο νόθος «γιος της καλόγριας» έγινε ηγέτης. Ο σωματοφύλακας του Αλή Πασά έγινε φόβος και τρόμος των Τούρκων. Ο αρματολός οπλαρχηγός -υπηρέτης μόνο του εαυτού του- έγινε πρότυπο αφοσίωσης και θυσίας για το συλλογικό, το εθνικό. Ο «επίβουλος της Πατρίδος και προδότης» έγινε «εξοχώτατος Στρατάρχης», «Γενικός Αρχηγός του κατά την Αττική Στρατοπέδου» και «Αρχηγός των Ρουμελιώτικων Στρατευμάτων». Όλη αυτή η πορεία χαράχθηκε από τις κακουχίες -που ήταν κοινές για το μεγαλύτερο μέρος των ελλήνων της εποχής-, την δική του ασθενική υγεία -που στεκόταν πολλές φορές εμπόδιο στις προσπάθειές του- και τη φλόγα του Αγώνα -που άλλοτε φώτιζε και άλλοτε σκοτείνιαζε από τις εμφύλιες διαμάχες. Παρ’ όλα αυτά, ή εξαιτίας όλων αυτών, τροφοδοτήθηκε η μεταστροφή, η οποία κέρδισε τον θαυμασμό σύγχρονων και μεταγενέστερων, επώνυμων και ανώνυμων και ενέπνευσε όραμα και ελπίδα για τη φυλή μας και συνεχίζει ακόμα και τώρα
Σε μια συνέντευξή του το 1923, ο Κωστής Παλαμάς είχε πει: «Ετοιμάζω το "Τραγούδι του Καραϊσκάκη". Αυτόν τον ήρωα τον θεωρώ προσωπικότητα ισχυρή και περίπλοκη, γεμάτη αντιθέσεις. Δεν ξέρω αν πάνω στο θέμα αυτό θα πω τον τελευταίο λόγον εγώ. Αλλά πάνω στο πρόσωπο του Καραϊσκάκη συγκεντρώνω τα όνειρα της φυλής μου».
Θοδωρής Στεφάνου