
Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, μία γυναίκα δυναμική, που διεκδίκησε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες της, αποτελεί μία από τις πρώτες Ελληνίδες συγγραφείς. Καταγόταν από δύο εκ των παλαιότερων αριστοκρατικών οικογενειών της Ζακύνθου. Από πολύ μικρή ηλικία είχε εκδηλώσει τεράστιο ενδιαφέρον για τη μάθηση και τα γράμματα και, παρά το γεγονός ότι είχε περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση, κατάφερε από μόνη της να κατακτήσει γνώσεις της αρχαίας ελληνικής , γαλλικής και ιταλικής γλώσσας. Μεγαλώνοντας, αφοσιώθηκε κυρίως στη συγγραφή θεατρικών έργων και ποιημάτων. Δυστυχώς, σήμερα τα περισσότερα από αυτά δεν είναι ιχνηλάσιμα. Πάντως, το γνωστότερο και πιο αξιόλογο έργο της, η Αυτοβιογραφία της, σώζεται και φυλάσσεται ολοκληρωμένο.

Αναλυτικότερα, στη Αυτοβογραφία της, η συγγραφέας καταγράφει με έναν έντονο, εξομολογητικό και συναισθηματικά φορτισμένο τόνο προσωπικά βιώματα και στοχασμούς της. Παράλληλα, αποτυπώνεται ανάγλυφα ο τρόπος ζωής στις αρχές του 19ου αιώνα και ο ιδιαίτερος ρόλος της γυναίκας. Μέσα από τα λόγια της, διαφαίνονται οι αντιδράσεις της στο άκουσμα της είδησης της επανάστασης, φέρνοντας στο φως συναισθήματα ανάμεικτα. Από τη μία χαρά και προσδοκία για εθνική παλιγγενεσία και πνευματική απελευθέρωση και από την άλλη λύπη και δυσαρέσκεια μπροστά στον δικό της κλοιό που ολοένα και περισσότερο στενεύει και μοιάζει αδιέξοδο. Παρά τις δυσκολίες τις οποίες επέβαλαν τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής, έκανε αγώνα, με σκοπό να συνδέσει τη συγγραφική δραστηριότητα και δημιουργία με τη γυναικεία φύση και τον προορισμό της γυναίκας στη ζωή.
Μέσα από το κείμενό της, δίνεται βάση και προωθούνται έννοιες, όπως αυτές της σκλαβιάς και της ελευθερίας, οι οποίες είναι διαμετρικά αντίθετες. Και οι δύο, όμως, γίνονται διακριτές στα συναισθήματα τα οποία βιώνει και περιγράφει η ίδια. Αυτό το δίπολο εντοπίζεται σε αναφορές της αφενός στην υποδούλωση των Ελλήνων απ’ τους Τούρκους και αφετέρου στη γυναικεία ‘’σκλαβιά’’. Το τελευταίο μαρτύριο, με το οποίο έχουν βρεθεί αντιμέτωπες πλείστες όσες γυναίκες, καταδυναστεύει ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες τους, όπως αντίστοιχα και της ίδιας της συγγραφέως, περιορίζει τη δυναμικότητά τους, ακυρώνει αυτομάτως κάθε προσόν και ικανότητα που κατέχουν και τους στερεί θεμελιώδεις ελευθερίες και απαράγραπτα δικαιώματα. Από την άλλη, η έννοια της ελευθερίας αποτελεί μια μικρή πηγή ελπίδας για τη συγγραφέα. Δημιουργεί την πεποίθηση πως, μέσα από αυτόν τον αγώνα, μετά τη σήμανση της λήξης του, θα είμαστε όλοι πλέον ελεύθεροι και με τα δικαιώματα που μας αναλογούν ως πολίτες και ως άτομα και όχι απλά ως άντρες και γυναίκες. Παρατηρούμε πως αποτελεί επιθυμητό και ζητούμενο αγαθό για εκείνη, που κατακλύζει τα όνειρα και τις σκέψεις της, αποτελώντας ταυτόχρονα προπύργιο για την εξασφάλιση της ευτυχίας, της δόξας και της αθανασίας του ανθρώπου, όπως αναφέρει και η ίδια.
Κεντρικό θέμα της Αυτοβιογραφίας της αποτελεί, επιπλέον, και ο γυναίκειος αποκλεισμός του 19ου αιώνα από κάθε μορφής δραστηριότητα ή άσκηση εξουσίας και επιβολή γνώμης. Όπως παραθέτει και η ίδια, συνειδητοποιεί συνειρμικά την αδιέξοδη προσωπική της σκλαβιά, ωστόσο πάντοτε παραμένει πρόθυμη και γεμάτη λαχτάρα να προσφέρει και να συμβάλει έμπρακτα στον αγώνα για την πατρίδα και την ελευθερία. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες είχαν κληθεί να επιβιώσουν οι γυναίκες της εποχής ήταν καταπιεστικές και απάνθρωπες. Δεν είχαν δικαίωμα επιλογής συζύγου και, σε περίπτωση που κάποια έφερνε αντίρρηση στον άνδρα που της είχαν επιβάλλει να παντρευτεί, έμενε για πάντοτε έγκλειστη, αφού της είχαν στερήσει και το δικαίωμα να αποσυρθεί ακόμα και σε μοναστήρι. Τα δύο φύλα προφανώς και δεν χαρακτηρίζονταν από ισονομία και ισοπολιτεία. Οι άντρες της εποχής ήθελαν τις γυναίκες ‘’υποταγμένες’’, δίχως δικαίωμα γνώσης, γνώμης και αυτοδιάθεσης. Γενικότερα, η θέση και ο ρόλος της γυναίκας περιοριζόταν ανάμεσα σε τέσσερεις τοίχους. Ο εγκλεισμός αυτός στο σπίτι αυτομάτως απέκλειε τη συμμετοχή της γυναίκας σε οποιασδήποτε μορφής κοινωνική εκδήλωση και μορφής ψυχαγωγίας, χωρίς να της αφήνουν ουδεμία ελπίδα, μήπως άλλαζε η κατάσταση.

Παρατηρούμε, λοιπόν, πως μέσα από μόλις ένα έργο που διασώζεται ολόκληρο, η συγγραφέας κατάφερε να περάσει στους αναγνώστες μηνύματα διαχρονικά και επίκαιρα. Η ισονομία και η ισοπολιτεία στην κοινωνική και εργασιακή θέση της γυναίκας είναι ακόμα και σήμερα ζητούμενο και ουχί δεδομένο. Ίσως, τελικά, η προσφορά της στο έθνος τη δύσκολη περίοδο της απελευθέρωσης της πατρίδας μας να είναι δυσανάλογα σημαντική, σε σχέση με το μικρό δρομάκι στο Γηροκομείο Αθηνών που επελέγη από την Πολιτεία να φέρει το όνομά της.
Βασιλική Κούρτη