Την περίοδο του αγώνα για την απελευθέρωση των Ελλήνων οι συνθήκες υγιεινής, διαβίωσης, ένδυσης και διατροφής της πλειοψηφίας των υπόδουλων Ελλήνων ήταν πολύ υποβαθμισμένες. Οι αιτίες ποικίλαν: οι αλλεπάλληλες μετακινήσεις των αγωνιστών, ο αναγκαστικός συνωστισμός πληθυσμιακών ομάδων σε αστικά κέντρα, οι συχνές πολιορκίες πόλεων και οχυρών, αλλά και οι συνεχείς πολεμικές αντιπαραθέσεις. Όλα αυτά οδήγησαν στην ψυχοσωματική εκτόνωση των Ελλήνων και στην έλλειψη πόσιμου νερού, τροφίμων και φαρμάκων. Εκτός, βέβαια, από τις βασικές ελλείψεις σε εφόδια και φάρμακα, σε ορισμένες περιοχές της χώρας το υγρό κλίμα και το γεωφυσικό περιβάλλον ευνοούσαν την εκδήλωση επιδημιών, που επιβάρυναν ακόμη περισσότερο την ήδη δυσμενή κατάσταση των αγωνιστών και των οικογενειών τους.

Πολλοί μελετητές της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης υποστηρίζουν ότι ο αριθμός των θανάτων που προήλθαν από ασθένειες στα χρόνια των αγώνων ήταν εντυπωσιακός. Η δυσεντερία, η χολέρα, η πανώλη, η ευλογιά και η ελονοσία αποδεκατίζαν πληθυσμούς ολόκληρους σε πόλεις και χωριά.
Η πρώτη καταγεγραμμένη επιδημία μετά την κήρυξη της Επανάστασης εκδηλώθηκε στην Τρίπολη. Η επιδημία αυτή προκλήθηκε, λόγω του εξανθηματικού τύφου και οδήγησε 3000 ανθρώπους σε θάνατο. Επιδημία τύφου εκδηλώθηκε αργότερα στο Ναύπλιο και σε άλλες πόλεις που τελούσαν υπό πολιορκία. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, μετά την εξάντληση των αποθεμάτων τροφίμων, αναγκάστηκαν να καταναλώσουν ό,τι ήταν δυνατό να μασηθεί και έπιναν το γλυφό νερό της γυμνοθάλασσας των λίγων πηγαδιών και των δεξαμενών που ήταν γεμάτα πτώματα. Η ακατάλληλη αυτή διατροφή προκαλούσε δυσεντερία, ενώ έκδηλα ήταν τα συμπτώματα αβιταμινώσεων κυρίως από την έλλειψη της βιταμίνης C, που προκαλούσε σκορβούτο.
Μια άλλη αιτία εκδήλωσης επιδημιών κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ήταν η προβληματική πρόσβαση σε αποθέματα υγιεινού πόσιμου νερού, είτε γιατί δεν επαρκούσαν οι απαραίτητες ποσότητες, είτε γιατί ο εχθρός καταλάμβανε τις πηγές υδροδοσίας και ανέκοπτε την ύδρευση πόλεων και χωριών.
Η τελευταία μεγάλη επιδημία, την οποία αντιμετώπισαν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες εκδηλώθηκε το 1828 και μπορεί να χαρακτηριστεί σημαδιακή, κυρίως για τον τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίστηκε από τον Καποδίστρια.

Την άνοιξη του 1828 εμφανίστηκε μια επιδημία πανώλης, που την μετέδωσαν οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ. Αυτή μεταδόθηκε αρχικά στα νησιά, Ύδρα, Σπέτσες, Αίγινα και εν συνέχεια στο Άργος, την Αργολίδα και την περιοχή των Καλαβρύτων, καθώς και στο στρατόπεδο των Μεγάρων. Για την αντιμετώπισή της, ο Καποδίστριας πήρε ιδιαίτερα δραστικά μέτρα, βοηθούμενος και από τον Ελβετό φιλέλληνα γιατρό Louis-Andre Gosse, καθώς και από τους Έλληνες γιατρούς και την υπόλοιπη διοίκηση. Εκτός από αυστηρά μέτρα καραντίνας και την απαγόρευση της μετακίνησης και των επαφών με τους ασθενείς ή όσους είχαν έλθει σε επαφή μαζί τους, απαγορεύτηκε και κάθε συνάθροιση σε δημόσιο χώρο, στις περιοχές που είχαν προσβληθεί από την επιδημία. Τέλος, στις 20 Αυγούστου, εξεδόθη ψήφισμα ειδικού νόμου «περί υγειονομικών διατάξεων». Τα δρακόντεια και ταυτόχρονα γεμάτα ενσυναίσθηση μέτρα που ελήφθησαν, αλλά και οι υπεράνθρωπες προσπάθειες που καταβλήθηκαν, υπό την καθοδήγηση του Καποδίστρια, πέτυχαν να τιθασεύσουν την επιδημία. Τα κρούσματα περιορίστηκαν στα 1.113 και οι θάνατοι στους 783, κάτι που αποτελούσε τεράστιο επίτευγμα για εκείνη εποχή και τις επικρατούσες συνθήκες.

Όλες οι παραπάνω πληροφορίες αφορούν μια διαφορετική και σαφώς αγνοημένη πλευρά της Ελληνικής Επανάστασης. Μια πλευρά που αξίζει, όμως, να την εξετάσουμε ενδελεχέστερα, τουλάχιστον σήμερα που ο εορτασμός των 200 χρόνων από την Επανάσταση μας βρίσκει σε κατάσταση παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης. Το μυαλό μας και η σκέψη μας μπορούν να παραμείνουν ελεύθερα και να στρέφονται όχι μόνο στους αγώνες των ηρώων του 1821, αλλά και στις προσπάθειες των γιατρών, όπως ο Gosse, που με τα πενιχρά μέσα της εποχής κατάφεραν να σώσουν πολλούς Έλληνες.
Κωνσταντίνος Γεωργίου