Με αφορμή τις πρόσφατες ληστρικές επιθέσεις ανθρώπων σε γνωστά πολυπολιτισμικά πορθμεία, αλλά και νεοακμάζουσες πόλεις και παροικίες έρχεται στο παρασκήνιο το αμφιλεγόμενο ζήτημα των μυθικών κουρσάρων και πειρατών. Πίσω από αυτούς τους ανθρώπους, όπως τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, κρύβεται μία μακραίωνη ιστορία, αλλά και πολλοί θρύλοι που συνοδεύονται από μία χροιά ανατολίτικων εθίμων, αλλά και βαρβαροτήτων .

Η ύπαρξη πειρατών και κουρσάρων καταγράφεται μαζί με τις επιβεβαιωμένες οικοδομήσεις οικισμών, όπως το Καστρί της Σύρου, αλλά κι η Φυλακωπή της Μήλου. Συνήθιζαν, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, να ιδρύουν αναρχικά χαλιφάτα, αλλά μικρά χωριά, μαζί με άλλους πειρατές. Σε αυτές τις περιοχές βασίλευε η αναρχία. Οι κάτοικοι τους ήταν ημιάγριοι και άρχιζαν να ληστεύουν από την ηλικία των 10 ετών, προκειμένου να επιβιώσουν. Οι Έλληνες, βέβαια, δε δίσταζαν να πάρουν μέρος και αυτοί σε αυτό το «ληστρικό πανηγύρι», και στη συνέχεια να εξιστορούν με πάθος τις φρικαλέες αγοραπωλησίες αθώων, αμέτοχων ανθρώπων. Υπήρχαν πολλά γνωστά ελληνικά κέντρα επιδρομέων, με το γνωστότερο από αυτά να είναι το Οίτυλο στη Μάνη, όπου οι κάτοικοι δεν είχαν κανένα κοινό στοιχείο με τους υπερήφανους και Μανιάτες των πιο βορείων περιοχών .

Διάφοροι γνωστοί Έλληνες πειρατές, των οποίων αυτή η ιδιότητα έχει μείνει στην αφάνεια, ήταν ο Πολυκράτης ο Σάμιος κι ο πιο σύγχρονος Ανδρέας Μιαούλης. Πολλοί Έλληνες ναύαρχοι και οι γνωστοί σε όλους μπουρλοτιέρηδες, με τη λήξη του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, επιδόθηκαν σε έργα ληστρικά κι απάνθρωπα, που δε σχετίζονταν με τις πρόσφατες αγαθοεργίες, που είχαν πράξει για τον υπόδουλο ελληνικό λαό. Οι πειρατές του 1821 αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της μυθιστορηματικής περιόδου.
Οι πειρατές αυτής της περιόδου παρατάσσονται σε δύο στρατόπεδα, στους «νόμιμους» πειρατές και στους παράνομους. Οι «νόμιμοι» πειρατές ήταν αυτοί που συνέβαλαν καθοριστικά στον αγώνα κι ήταν αναγνωρισμένοι από τις τοπικές διοικήσεις. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν σαν απώτερο σκοπό την ομαλή συνέχεια της επαναστάσης κι όχι κάποια το συμφέρον τους ως κίνητρο γι’ αυτές τις ενέργειες. Εν αντιθέσει με αυτούς, οι παράνομοι πειρατές, πολλές φορές υποκινούνταν με χρηματικές συμφωνίες από τους Οθωμανούς με τον επιπρόσθετο όρο οι Οθωμανοί να παραβλέπουν τις ενέργειές τους. Πράλληλα, αυτή η συμφωνία περιλάμβανε δολιοφθορές που αφορούσαν τους αγωνιστές. Εν συνεχεία, οι πειρατές συνόδευαν το οθωμανικό ναυτικό στις παραλιακές επιδρομές τους για να γεμίσουν τα αμπάρια των πλοίων τους με ανθρώπινα λάφυρα. Έπειτα, τους πουλούσαν σαν σκλάβους στις ακτές της Μπαρμπαριάς σε εξωφρενικές τιμές . Στο έργο του ‘’Το Αιγαίο στις Φλόγες‘’ ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας Ιούλιος Βερν αναφέρεται στις παράνομες αγοραπωλησίες δούλων, που πραγματοποιούνταν ακόμη και σε ελληνικά νησιά.

Διάφοροι γενετιστές χαρακτηρίζουν τους πειρατές ως το «γενετικό κατακάθι» του κάθε έθνους, οι οποίοι με τις πράξεις τους ατιμάζουν τους υπόλοιπους φιλότιμους συμπατριώτες τους. Όμως υπάρχουν ποικίλα αίτια πίσω από τη γέννηση τέτοιων πειρατών. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, πολλοί , άλλοτε δυνατοί και πλούσιοι άνθρωποι είχαν υποπέσει σε πλήρη πενία με αποτέλεσμα να αναζητούν πιο εύκολες μεθόδους πλουτισμού . Βέβαια πολλές φορές, αυτές οι μέθοδοι δεν ήταν νόμιμες, αλλά παράνομες. Έτσι, διάφοροι εφευρετικοί άνθρωποι φρόντισαν να συνάψουν σχέσεις με τους Οθωμανούς, ώστε να έχουν την πλήρη συγκάλυψη από αυτούς. Την προεπαναστατική περίοδο, το Οθωμανικό ναυτικό διατηρούσε μόνο αποτυπώματα από τον ένδοξο πρόγονό του. Ταυτοχρόνως, εγκαθιδρύονταν ληστρικά και πειρατικά καθεστώτα σε διάφορες περιοχές, όπως οι Σποράδες κι η Γραμβούσα. Όμως εξαιτίας της συγκάλυψης των Οθωμανών, προβλεπόμενο καθώς ήταν δεν υπήρχε κάποιο νομοθετικό πλαίσιο , που να κάλυπτε τις πειρατικές ενέργειες.

Με την έξαρση της πειρατείας διάφοροι επιφανείς ισχυροί ηγέτες , όπως ο Δημήτριος Υψηλάντης, εξέδωσαν διάφορες ομιλίες και χειρόγραφα, που τάσσονταν ανοικτά εναντίον των πειρατών. Το γνωστότερο παράδειγμα, είναι το χειρόγραφο προκήρυγμα του Ελληνικού Στόλου , που ανέφερε τα εξής: «στόχος των Ελλήνων είναι οι Οθωμανοί κι όχι άλλες δυνάμεις που είναι σεβαστές και τιμώμενες κι όποιος πειράξει αδικώς και ληστρικώς ή πλοίο ελληνικό ή άντρα χριστιανό ή άλλης ουδέτερης , θα κρίνεται εχθρός του γένους και θα καταστρέφεται» . Ήταν ένας πόλεμος που μόλις είχε κηρυχθεί. Οι πειρατές βέβαια δεν άφησαν τον Δημήτριο Υψηλάντη να πραγματοποιήσει «κίνηση ματ». Εκείνη τη χρονική στιγμή, πειρατές ονομάζονταν κι Έλληνες αναγνωρισμένοι πλοίαρχοι από τις ευεργέτισσες δυνάμεις, που δεν έχαναν ευκαιρία για να αποδείξουν την αγάπη τους στους «αδικημένους φίλους τους Οθωμανούς». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πλοίαρχος Αργύριος Στεμνιτζιώτης, ο οποίος συνέλαβε ένα αυστριακό πλοίο, το οποίο θα προμήθευε αποκλεισμένους Τούρκους με πυρομαχικά. Γι’ αυτήν του την πράξη τιμωρήθηκε αυστηρά, χάρις σε παράκληση του αυστριακού προξενείου στην Άγκυρα. Τέλος, ο περήφανος Ελληνικός στόλος κατάφερε να επιβιώσει οικονομικά χάρις στις λείες , που κέρδιζαν από αυστριακά, γαλλικά κι αμερικανικά πλοία. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό καθώς, έγινε αντιληπτό, ότι δε θα άφηναν το Αιγαίο στους "φιλικούς" συμμάχους τους.
Το φαινόμενο παραλίγο να έχει αρνητική έκβαση για την Επανάσταση. Όμως,
αντιμετωπίστηκε επιτυχώς χάρη σε πλούσιους Έλληνες και Φιλέλληνες , οι οποίοι ναύλωναν πολεμικά πλοία και αυτά με τη σειρά τους ξεχύνονταν στις θάλασσες του Αιγαίου, για να ολοκληρώσουν τους σκοπούς τους .
Δημήτρης Μάμμος